Ημέρες καλοσύνης
Η νέα συλλογή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη προεκτείνει το δομικό υλικό της προηγούμενης, μετατοπίζοντας την οπτική, στη βάση δύο εννοιών ως βασικών συντελεστών της ανθρώπινης ύπαρξης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο: Καλό-Κακό.
Πέντε ενότητες απαρτίζουν το βιβλίο: «Εισαγωγή: Η Ελλάς των Ελλήνων» με οκτώ ποιήματα όπου συναρμοσμένο το σύγχρονο μικροαστικό με το «παραδοσιακό» αναδεικνύουν ταυτοτικά στοιχεία της νεοελληνικής ζωής˙ «Πράξη 1η: Ημέρες τρυφερότητας», έναρξη του κυρίως μέρους με πέντε ποιήματα˙ «Πράξη 2η: Ημέρες σιωπής» με οκτώ ποιήματα από τα οποία μόνο τα δύο τελευταία («[The space between us can be bridged by the intimacy of love]» και «Η σιωπή της υπαίθρου») δεν έχουν σημεία αναφοράς στην πανδημική συνθήκη ως υπόρρητο Κακό˙ η φερώνυμη της συλλογής «Πράξη 3η: Ημέρες καλοσύνης» με τέσσερα ποιήματα όπου το τέταρτο, «Mistral gagnant», πενταμερές, προοικονομεί το τελικό «Ορατόριο».
Οι τρεις ενότητες-Πράξεις αρδεύονται κυρίως θεματικά από τον χώρο του ατομικού και ιδίως το ερωτικό/σχεσιακό βίωμα είτε ως ευδαιμονική πλήρωση της επιθυμίας είτε ως απουσία. Ο χαρακτηρισμός «Ορατόριο» με υπότιτλο «Μαζική Κλίμακα (Μια εκτενής σύνθεση)» υποστηρίζεται από την τριμερή δομή στα ίχνη του ομώνυμου μουσικού είδους: συντομότερα ή εκτενέστερα ποιήματα με παράλληλη επαναφορά παραλλαγών της φράσης «Σκέψου πώς θα ‘ταν το Καλό σε κλίμακα μαζική», σαν χορωδιακή εκφορά. Στην κορυφωμένη τελική αυτή ενότητα το Κακό είναι ρητά παρόν μέσω συγκεκριμένων ιστορικών παραδειγμάτων, επιβεβαιώνοντας τον προσανατολισμό της Γλυνιαδάκη σε προβληματικές από τον χώρο της Ιστορίας.
Είναι προφανής η επιμέλεια στη δομή αφ’ ενός όλου του εγχειρήματος (διότι, νομίζω, υπόκειται η πρόταση να διαβαστεί το βιβλίο ως μια σύνθεση), αφ’ ετέρου του κάθε ποιήματος ξεχωριστά. Συγκροτημένα αρχιτεκτονικά, με προσοχή στη μορφή, ενίοτε με προφανή μετρική ρυθμικότητα αλλά και αρμονικά, όπως υπονοεί ο τίτλος «Ορατόριο», οι Ημέρες καλοσύνης ακροβατούν ανάμεσα στη γαλήνη που αναφύεται από τη θέαση του Καλού ως συντελεστή στην πορεία αυτο-ετερο-γνωσίας και στη θλίψη γνώσης του κόσμου όπου κυριαρχεί το Κακό. Η δυνητική κυριάρχηση του πρώτου επαφίεται στο άτομο («Σκέψου»). Τα ποιήματα της τελευταίας ενότητας αποτελούν παραδείγματα του Κακού κυρίως από τον πόλεμο, οπότε τίθενται ερωτήματα για το φάσμα του, από την αστοχία του Καλού ώς την απολυτότητα του ριζικού Κακού που παράγει νέα θεμελιακά ερωτήματα.
«Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό/χωρίς Θεό, στην εποχή μετά τον θάνατό Του». Εν τούτοις, όπως «Οι Αμερικανοί είδαν το Αουσβιτς/χωρίς να βλέπουν», βλέπουμε το Κακό χωρίς να το γνωρίζουμε. Αλλα ποιήματα του «Ορατόριου» συνιστούν μια αυτοκριτική στην ατομική υποχώρηση, στο κλίμα συναίνεσης, στην επιλογή υπαγορευμένων στάσεων («Κι εσύ, που κάποτε ήξερες/τι είναι η ελευθερία/και δεν χαριζόσουν σε κανένα/ κουνημένο δάχτυλο […] τώρα κουνάς το δάχτυλο […] σ’ αρέσουν της φυλακής σου/οι αυτάρεσκες κορόνες;/σου δίνουν την ασφάλεια που έψαχνες; […] κι εσύ δεν τόλμησες ποτέ να ομολογήσεις […] σ’ αυτούς τους έχοντες το ηθικό πλεονέκτημα/σ’ αυτούς τους ριζοσπάστες/να εμπιστευθείς/πως αγαπούσες μια γυναίκα».
Στις τέσσερις πρώτες ενότητες Καλό-Κακό δεν λειτουργούν εξόφθαλμα. Το Καλό υπονοείται με αφηγηματικά ποιήματα κυρίως ερωτικής βάσης όπου η ελευθέρωση ερωτικού συναισθήματος και επιθυμίας και η στοχαστική καταβύθιση στη θάλασσα/εαυτό απαρτίζουν τη βάση του προσωπικού Καλού, που εκκινώντας από το ατομικό πεδίο ορίζει μια διάθεση ατομικής πρώτα επανάστασης με όχημα την ποίηση «κι η ποίηση ο προβολέας που γδέρνει τις μάσκες των ανθρώπων […] είναι η αλήθεια εκεί που δεν την περιμένεις» και οδηγεί στο μαζικό «για κάτι νέο, μια νέα ήπειρο, μια νέα ζωή/νέο σώμα, νέο δέρμα, νέο φιλί […] ζήτω τα σύνορα που καταλύονται».
Η ετεροβαρής μείξη απόλυτα προσωπικού-συλλογικού (όπου η επίμονη αφηγηματικότητα και η επαναληπτική εστίαση στη θεματική της ερωτικής σχέσης δεν λειτουργεί πάντα δυναμικά), συναινετικής υποχώρησης (όπως διαφαίνεται, παρά την ειρωνεία, στην Εισαγωγή)-πολιτικού ως προτροπή αλλαγής αφήνει αμφίρροπη αίσθηση για την επιτυχία του εγχειρήματος, θέτοντας ευρύτερους περί ποίησης προβληματισμούς. Μολαταύτα τα περισσότερα ποιήματα με τον ιδιότυπα υπογειωμένο λυρισμό της αφήγησης κατορθώνουν, αποφεύγοντας τον ερμητισμό και την αφαιρετικότητα, να υποβάλλουν τη συμμετοχικότητα της/του αναγνώστριας/αναγνώστη.
["Ο απογειωμένος λυρισμός της αφήγησης", Βαρβάρα Ρούσσου, Εφημερίδα των Συντακτών, 22.4.2023]